- λισσός
- Τοπωνύμιο της αρχαιότητας.
1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου.
2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν Ακρόλισσος. Η πόλη αυτή είναι το σημερινό Αλέσιο της Αλβανίας.
3. Ποταμός της Σικελίας, που πήγαζε Δ από τους Λεοντίνους. Σήμερα ονομάζεται Μπαρμπατιάνι.
4. Ποταμός στη χώρα των Κικόνων, στη Θράκη, που διέσχιζε την πόλη Στρύμη. Οι εκβολές του ήταν Δ της Μεσημβρίας.
* * *λισσός, -ή, -όν (Α)1. λείος, ομαλός, ολισθηρός («λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη», Ομ. Οδ.)2. ο αναξιόχρεος, ο μη φερέγγυος3. (κατά τον Ησύχ.) α) «λισσόνἄναντες. ἀπότομον. ὑψηλόν. ἔλασσον, ἄθλιον»β) πτωχός, ενδεής.[ΕΤΥΜΟΛ. Για τον σχηματισμό τού τ. θεωρείται αρχικό το θηλ. *λῖσσα (< *λιτ-yα), από το οποίο σχηματίστηκαν αργότερα τα λισσή και λισσός, -όν].
Dictionary of Greek. 2013.